Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

του βιβλίου

  • 1 книжный

    книжный του βιβλίου \книжный шкаф η βιβλιοθήκη \книжный магазин το βιβλιοπωλείο \книжныйая полка το ράφι
    * * *

    кни́жный шкаф — η βιβλιοθήκη

    кни́жный магази́н — το βιβλιοπωλείο

    кни́жная по́лка — το ράφι

    Русско-греческий словарь > книжный

  • 2 переплёт

    переплёт м το δέσιμο (του βιβλίου)· το εξώφυλλο (обложка)' в \переплёте δεμένος· без \переплёта άδετος
    * * *
    м
    το δέσιμο (του βιβλίου); το εξώφυλλο ( обложка)

    Русско-греческий словарь > переплёт

  • 3 суперобложка

    суперобложка ж το περικάλυμμα του βιβλίου
    * * *
    ж
    το περικάλυμμα του βιβλίου

    Русско-греческий словарь > суперобложка

  • 4 кийжный

    кийжн||ый
    прил τοῦ βιβλίου:
    \кийжный шкаф ἡ βιβλιοθήκη· \кийжныйая полка ἡ ράφι γιά βιβλία· \кийжный магазин τό βιβλιοπωλείο· \кийжныйая торговля τό ἐμπόριο βιβλίων ◊ Книжная палата ὁ οίκος τοῦ βιβλίου· \кийжный червь ὁ βιβλιοσκώληξ, ἡ βιβλιόφθειρα.

    Русско-новогреческий словарь > кийжный

  • 5 раздел

    1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα
    - науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης
    - текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένου
    του βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνορα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел

  • 6 содержание

    содержани||е
    с
    1. (содержимое чего-л., сущи́ость) τό περιεχόμενο[ν]:
    руда с богатым \содержаниеем железа μετάλλευμα πλούσιο σέ σίδηρο· краткое \содержание статьи ἡ περίληψη τοῦ ἄρθρου· \содержание кни́ги τό περιεχόμενον τοῦ βιβλίου· \содержание лекции τό θέμα τής διαλεξεως· форма и \содержание ἡ μορφή καί τό περιεχόμενο·
    2. (средства существования) ἡ συντήρηση [-ις], ἡ διατήρηση [-ις]:
    расходы на \содержание семьи τά ἔξοδα γιά τήν συντήρησην τής οίκογένειας·
    3. (заработная плата) ὁ μισθός, οἱ ἀποδοχές:
    денежное \содержание воен. ὁ μισθός στρατιώτη· отпуск без сохранения \содержаниея ἀδεια χωρίς ἀποδοχές·
    4. (оглавление) τά περιεχόμενα, ὁ πίνα-κας [-αξ] τών περιεχομένων ◊ \содержание под арестом ἡ κράτηση· быть на \содержаниеи μέ συντηρεί κάποιος.

    Русско-новогреческий словарь > содержание

  • 7 возврат

    α.
    1. επιστροφή, απόδοση, επανάδοση, γύρισμα•

    возврат книги επιστροφή του βιβλίου•

    возврат ссуды επιστροφή του δανείου.

    2. υποτροπή, επανεμφάνιση•

    возврат болезни υποτροπή της ασθένειας.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς επιστροφή, ανεπιστρεπτί.

    Большой русско-греческий словарь > возврат

  • 8 главный

    επ.
    κύριος, πρώτιστος, βασικός• κεφαλαιώδης, ουσιώδης•

    -ая идея книги η κύρια ιδέα του βιβλίου•

    -ые силы противника οι κύριες δυνάμεις του αντίπαλου•

    это самое -ое αυτό είναι το κυριότερο.

    || γενικός•

    -ая квартира το γενικό στρατηγείο•

    главный инженер ο γενικός μηχανικός, αρχιμηχανικός•

    главный врач ο αρχίατρος•

    главный редактор αρχισυντάκτης.

    εκφρ.
    - ое предложение – (γραμμ.) κύρια πρόταση•
    - ая книга – (λογιστ.) το καθολικό (βιβλίο)•
    - ым образом – κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατά πρώτο, βασικά•
    - ое дело – πρώτο και κύριο, ιδιαίτερα σοβαρό, πολύ ουσιώδες.

    Большой русско-греческий словарь > главный

  • 9 загиб

    α.
    1. στροφή, καμπή, αγκώνας (ποταμού, δρόμου κ.τ.τ.). || παρέκκλιση•

    правый загиб δεξιά παρέκκλιση.

    2. πτυχή, δίπλα•

    загиб страницы книги η δίπλα του φύλλου του βιβλίου.

    Большой русско-греческий словарь > загиб

  • 10 книжный

    επ.
    1. του βιβλίου•

    книжный переплёт η βιβλιοδεσία•

    книжный шкаф βιβλιοθήκη (έπιπλο)•

    -магазин βιβλιοπωλείο•

    -ая торговля βιβλιε-μπορία.

    2. θεωρητικός, άσχετος με την πράξη.
    3. του γραπτού λόγου•

    -ые выражения εκφράσεις γραπτού λόγου.

    εκφρ.
    - ая палата – κεντρικό βιββλιογραφικό ίδρυμα στην ΕΣΣΔ.

    Большой русско-греческий словарь > книжный

  • 11 примечание

    ουδ.
    παρατήρηση, επεξήγηση• σημείωση•

    подстрочное примечание σημείωση κάτω από τη σειρά•

    -я на полях книги παρατηρήσεις στο περιθώριο του βιβλίου.

    || κρίση, κριτική, σχόλιο (λογοτεχνικού ήάλλου έργου)•

    -я к риторике аристотеля σχόλιο για τη ρητορική του Αριστοτέλη.

    Большой русско-греческий словарь > примечание

  • 12 суперобложка

    το (προστατευτικό) εξώφυλλο (του βιβλίου).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суперобложка

  • 13 фронтиспис

    1. арх. η κύρια πρόσοψη (της οικοδομής) 2. полигр. η προμετωπίδα (του βιβλίου)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фронтиспис

  • 14 шмуцтитул

    (полигр) о (αριθμημένος) ψευδότιτλος, το πρώτο (λευκό) φύλλο του βιβλίου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шмуцтитул

  • 15 достоинство

    досто́инств||о
    с
    1. (уважение к себе) ἡ ἀξιοπρέπεια:
    чу́вство собственного \достоинствоа ὁ αὐτοσεβασμός, ἡ ἀξιοπρέπεια·
    2. (положительное качество) ἡ ἀξία, ἡ ἀρετή, τό προτέρημα, τό προσόν, τό πλεονέκτημα:
    \достоинство· книги ἡ ἀξἰα (или τά προτερήματα) τοῦ βιβλίου· у него много достоинств ἔχει πολλά προσόντα· оценить по \достоинствоу ἐκτιμώ κατ· ἀξίαν'
    3. (стоимость денежного знака) ἡ ἀξία:
    облигации \достоинствоом в 50 рублей ὁμολογίες ἀξίας πενήντα ρουβλίων.

    Русско-новогреческий словарь > достоинство

  • 16 затягивать

    затягива||ть
    несов
    1. (туго стягивать) σφίγγω, δένω σφιχτά / мор. τεντώνω·
    2. (засасывать \затягивать о болоте) τραβώ, ρουφώ·
    3. (покрывать, подернуть легким слоем) καλύπτω, σκεπάζω:
    ту́чи \затягиватьют небо τά σύννεφα σκεπάζουν τόν οὐρανό·
    4. (задерживать) καθυστερώ, (παρα)τραβῶ, παρατείνω:
    \затягивать дело (παρα)τραβώ μιάν ὑπόθεση· \затягивать издание книги καθυστερώ τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου· ◊ \затягивать песню ἀρχίζω τραγούδι.

    Русско-новогреческий словарь > затягивать

  • 17 корешок

    корешок
    м
    1. ἡ ρίζα·
    2. (книги и т. ἡ) ἡ ράχη τοῦ βιβλίου·
    3. (квитанционной книжки) τό στέλεχος.

    Русско-новогреческий словарь > корешок

  • 18 лишний

    ли́шн||ий
    прил
    1. (имеющийся в избытке) παραπανήσιος, περίσσιος, περισσευούμενος:
    \лишний экземпляр книги ἕνα παραπανήσιο ἀντίτυπο τοῦ βιβλίου· \лишнийие деньги τά παραπανήσια χρήματα·
    2. (бесполезный, излишний) περιττός/ ἄχρηστος (ненужный):
    \лишнийие вещи τά περιττά πράγματα· \лишнийие слова τά περιττά λόγια·
    3. (дополнительный) ἐπιπρόσθετος, ἐπιπλέον:
    создавать \лишнийие неудобства δημιουργώ ἐπιπρόσθετες δυσκολίες.

    Русско-новогреческий словарь > лишний

  • 19 нос

    нос
    м
    1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):
    большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·
    2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·
    3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος.

    Русско-новогреческий словарь > нос

  • 20 обрез

    обрез
    м (у книги) ἡ κόψη τοῦ βιβλίου· ◊ в \обрез ἀκριβώς, ἰσα-ἰσα· иметь денег в \обрез ἔχω μετρημένα χρήματα· материи было в \обрез τό ὕφασμα μόλις ἔφ-θανε.

    Русско-новогреческий словарь > обрез

См. также в других словарях:

  • Αποκάλυψις του Ιωάννη — Τίτλος του μοναδικού προφητικού βιβλίου στην Καινή Διαθήκη που βρίσκεται τελευταίο στη σειρά από όλα τα άλλα βιβλία της. Συγγραφέας της είναι o απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, που έχει γράψει το τέταρτο Ευαγγέλιο και τις τρεις καθολικές… …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς του Ναυή — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του ισραηλιτικού λαού. Καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ και ήταν γιος του Νουν, ο οποίος ονομάζεται Ναυή από τους Εβδομήκοντα. Ο Ι. του Ν. πρωτοπαρουσιάτηκε στην ιστορία του Ισραήλ να διευθύνει… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Εσθήρ — I (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο πολλών εθνικοθρησκευτικών ιουδαϊκών παραδόσεων. Ζούσε στην Περσία μαζί με όσους ομόθρησκούς της δεν επωφελήθηκαν από το διάταγμα του Κύρου για να γυρίσουν στην πατρίδα τους μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»